splanchnocoel
Look at other dictionaries:
splanchnocoel — splanch·no·coel … English syllables
σπλαγχνόκοιλο — το, Ν βιολ. η κοιλότητα τών σωμιτών στα έμβρυα τών σπονδυλοζώων η οποία στα ανεπτυγμένα άτομα διατηρείται ως περισπλαγχνική κοιλότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. splanchnocoel (< σπλάγχνα + κοίλος)] … Dictionary of Greek